Στην ταινία-δοκίμιο ξεδιπλώνονται μαρτυρίες προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής (ανάμεσά τους και μελών της οικογένειας της Μελιτόπουλος) που εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Δράμα, για να οδηγηθούν αργότερα σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και, τελικά, να καταλήξουν μετανάστες στη Γερμανία. Με αφαιρετικό μοντάζ, η σκηνοθέτιδα υφαίνει αλλεπάλληλα λόγια τριών γενεών προσφύγων και μεταναστών με λευκούς ήχους και εικόνες από βιομηχανικούς ιμάντες παραγωγής. Με ρυθμικό και αισθητηριακό τρόπο, η ταινία εξερευνά ζητήματα μνήμης, λήθης και πολιτικής αντίστασης. Με τα λόγια της δημιουργού, η ταινία «σκιαγραφεί την αλληλοσύνδεση μιας αφήγησης, στην οποία η λήθη δεν είναι ποτέ αμιγώς ατομική. Κάθε λήθη αναμειγνύεται με τη λήθη του παρελθόντος κόσμου και συνδυάζεται μαζί της σε αμέτρητες, αβέβαιες, μεταβαλλόμενες συνδέσεις, σε ολοένα και καινούριες τερατωδίες».


