Ταινιοθήκη της Ελλάδος

Ταινία

ΚΑΝΟΝΙ ΚΑΙ Τ' ΑΗΔΟΝΙ (ΤΟ)

Πρόκειται για μια σπονδυλωτή ταινία, που αποτελείται από τρεις αυτόνομες ιστορίες με κοινό θέμα: Τη συμπεριφορά των Ελλήνων όταν βρίσκονται υπό ξένο ζυγό. Η πρώτη ιστορία, "Το Ρολόι", είναι κωμική και διαδραματίζεται στη Σύρο το 1943, την εποχή της ιταλικής κατοχής. Ο Ιταλός διοικητής του νησιού (Γιώργος Δάνης) προσπαθεί μάταια να επιβληθεί στους κατοίκους του νησιού. Ένα μπουκάλι λάδι, που δίνει για να επισκευαστεί το κεντρικό ρολόι της Μητρόπολης, αδειάζει σταδιακά, αλλάζοντας χέρια. Η δεύτερη ιστορία, με τίτλο "Ο μυστικός γάμος", είναι μελαγχολική και διαδραματίζεται το 1957 στην Κύπρο, την εποχή του ένοπλου αγώνα κατά των Άγγλων κατακτητών. Ο μαχητής της αντίστασης Γρηγόρης Αυξεντίου (Γιώργος Τζώρτζης) παντρεύεται μυστικά, όντας ήδη αντάρτης, την αγαπημένη του Βασιλική (Νίκη Τριανταφυλλίδη) και περνούν μαζί μια νύχτα. Το ξημέρωμα φεύγει με τους συντρόφους του και η Βασιλική δεν τον ξαναβλέπει ποτέ. Η τρίτη ιστορία, "Οι Αντίπαλοι", είναι σουρρεαλιστική και διαδραματίζεται στην Πάτρα, την εποχή της γερμανικής κατοχής. Περιγράφει την παράξενη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ένα πλούσιο ντόπιο πατριώτη (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) και σε ένα Γερμανό αξιωματικό(Γιώργος Καμπανέλλης), που επιτάσσει ένα δωμάτιο στο σπίτι του. Ο Έλληνας δίνει έναν ιδιόμορφο αγώνα για να διώξει τον Γερμανό από το σπίτι του. Ο τελευταίος, όμως, βοηθάει όταν συλλαμβάνεται ο εμψωχωτής (Μάνος Κατράκης), φίλος του Έλληνα. Τελικά, οι δύο αντίπαλοι γίνονται φίλοι με έναν ιδιαίτερο τρόπο, από τη στιγμή που απαρνιούνται την ανθρώπινη λαλιά. Στο τέλος, καθώς ο Γερμανός εγκαταλείπει το σπίτι, αποχαιρετιούνται με ένα γάβγισμα όλο θλίψη.
  • Κατηγορία Ψηφιοποιημένες ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας
  • Χρονιά Παραγωγής 1968
  • Πρώτη Ελληνική προβολή 09/12/1968
  • Χρώμα Α/Μ
  • Ήχος ΗΧΟΣ MONO
  • Σκηνοθέτες ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ ΙΑΚΩΒΟΣ, ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
  • Παραγωγός ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
  • Σενάριο ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ ΙΑΚΩΒΟΣ
  • Ιδέα Σεναρίου ΠΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
  • Διευθυντές Φωτογραφίας ΚΑΒΟΥΚΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΔΑΝΑΛΗΣ ΣΥΡΑΚΟΣ
  • Μοντάζ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑΝΝΑ
  • Ηχολήπτης ΤΡΙΦΥΛΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
  • Μουσική επιμέλεια ΙΓΝΑΤΙΑΔΗΣ ΝΙΚΟΣ
  • Βοηθοί διευθυντή φωτογραφίας ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ, ΚΥΡΛΙΔΗΣ ΛΑΚΗΣ
  • Ηχολήπτης ΤΡΙΦΥΛΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
  •  ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ
  •  ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
  •  ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ ΝΙΚΗ
  •  ΔΑΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
  •  ΚΑΤΡΑΚΗΣ ΜΑΝΟΣ
  •  ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΥΡΟΣ
  •  ΚΕΔΡΑΚΑΣ ΝΑΣΟΣ
  •  ΚΑΖΑΝ ΒΑΓΓΕΛΗΣ
  •  ΤΖΩΡΤΖΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
  •  ΠΡΟΥΣΑΛΗΣ ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΣ
  •  ΠΑΠΠΑΣ ΚΩΣΤΑΣ
  •  ΣΤΥΛΙΑΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ
  •  ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
  •  ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ ΤΑΣΙΑ
  •  ΖΑΦΕΙΡΑΚΗ ΜΑΡΙΑ
  •  ΛΕΙΒΑΔΑΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ
  •  ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
  •  ΚΑΛΑΤΖΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
  •  ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
  •  ΚΑΣΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
  •  ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
  •  ΛΙΑΤΣΙΚΑ ΒΑΝΙΑ
  •  ΚΑΠΠΙΟΣ ΝΙΚΟΣ
  •  ΛΥΓΙΖΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
  •  ΚΑΤΣΑΔΡΑΜΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
  •  ΚΡΙΤΗ ΕΛΕΝΗ
ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
ΕΝΩΣΗ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΕΚΚΑ)

ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

ΕΛΛΑΔΑ 1968

ΣΕΝΑΡΙΟΥ
ΕΝΩΣΗ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΕΚΚΑ)

ΣΕΝΑΡΙΟΥ

ΕΛΛΑΔΑ 1968

ΕΙΔΙΚΗ ΜΝΕΙΑ
ΕΝΩΣΗ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΕΚΚΑ)

ΕΙΔΙΚΗ ΜΝΕΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ 1968

ΣΕΝΑΡΙΟΥ
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (9ο)

ΣΕΝΑΡΙΟΥ

ΕΛΛΑΔΑ 1968

1 αφίσα που αφορά αυτή την ταινία
35 ενότητες που αφορούν αυτή την ταινία
ΤΙΤΛΟΙ ΑΡΧΗΣ
00:00:00-00:00:52
Ένα τανκ γκρεμίζει δέντρα. Τίτλοι Αρχής.
Ο ΡΟΛΟΓΑΣ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ ΤΟ ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΩΚΟΡΟΥ
00:21:43-00:24:17
Καθ’ οδόν προς το σπίτι του νεωκόρου, ο φανερά ανήσυχος ρολογάς συναντά αρχικά το Δήμαρχο και έπειτα έναν καθολικό ιερέα, από τον οποίο ζητά άφεση αμαρτιών. Φτάνει στο σπίτι του νεωκόρου, του Τζαννή, και βρίσκει μόνο τη γυναίκα του, που απλώνει. Ο ρολογάς τη βοηθάει στο άπλωμα, εκθειάζοντας το σύζυγό της. Η κοπέλα είναι παραπονεμένη. Ο ρολογάς της βγάζει από την τσέπη του και της δίνει ένα μικρό φιαλίδιο με λάδι, για να το δώσει στον άντρα της και αποχωρεί. Η κοπέλα αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για λάδι και, κατευχαριστημένη, το ρίχνει στο φτωχικό φαγητό που μαγειρεύει. "Ο Θεός ξέρει πού δίνει".
Συμμετέχουν: Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΥ ΝΕΩΚΟΡΟΥ - Ο ΡΟΛΟΓΑΣ Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ - ΕΝΑΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ ΙΕΡΕΑΣ
ΤΟ ΡΟΛΟΙ ΔΕΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ
00:24:18-00:26:24
Βλέπουμε τη θέα από το ιταλικό φρουραρχίο, όπου ο κεφάτος διοικητής και ο μεταφραστής συζητούν στο μπαλκόνι και πίνουν καφέ. Έπειτα ξεκινούν για να πάνε στη Μητρόπολη να δουν τι έγινε με το ρολόι. Στο δρόμο συναντούν δυο Ιταλούς στρατιώτες που φωτογραφίζονται και τους χαιρετούν ναζιστικά. Στην εκκλησία βρίσκουν το νεωκόρο, ο οποίος τους λέει πως το ρολόι δεν δουλεύει, γιατί θέλει λάδωμα. Έξαλλος ο Ιταλός του ζητάει να καλέσει αμέσως τον Δήμαρχο ο οποίος έλαβε προσωπικά, απ’ αυτόν τον ίδιο, πέντε οκάδες λάδι.
Συμμετέχουν: ΙΤΑΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ - Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ - Ο ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ - ΝΕΩΚΟΡΟΣ
Η ΕΛΛΑΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΖΗΣΕΙ
00:26:25-00:34:08
Σε ένα φτωχικό καφενείο, ο Ιταλός Διοικητής ακούει διαδοχικά τις δικαιολογίες του Δήμαρχου, του γραμματέα του Δήμου, του προέδρου της ενορίας (που είναι χτυπημένος από τη γυναίκα του) και του ρολογά. Τελικά, ο νεωκόρος τον διαβεβαιώνει πως η γυναίκα του παρέλαβε μόλις 25 δράμια λάδι, τα οποία και έριξε στη φασολάδα. Έξαλλος ο Ιταλός Διοικητής διατάζει να του φέρουν όλα τα μπουκάλια, από τη νταμιτζάνα μέχρι το φιαλίδιο. Κατά την ανάκριση, μπροστά στα πέντε άδεια μπουκάλια, ο κάθε κατηγορούμενος, ποντάροντας στο συναισθηματισμό και την ανθρωπιά του Ιταλού Διοικητή (μια καρικατούρα αυταρχικού στρατιωτικού), ξεδιπλώνει με πειστικότητα το ταλέντο του στο ψέμα. Ο Διοικητής, έχοντας διάφορες ενοχές και μη ανεχόμενος τον χαρακτηρισμό του τύραννου που του αποδίδεται, παθαίνει «παράκρουση» και φεύγει οδυρόμενος. Οι πέντε Έλληνες τον παρακολουθούν με έκπληξη αλλά και ανακούφιση από το παράθυρο, ενώ ο Δήμαρχος δηλώνει: «Κύριοι, η Ελλάς θέλει να ζήσει και θα ζήσει». Η πεντάδα ακίνητη μπροστά στο φακό, όπως σε αναμνηστική φωτογραφία. Τέλος.
Συμμετέχουν: Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ - Ο ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ - Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ - Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ- Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ- Ο ΡΟΛΟΓΑΣ - Ο ΝΕΩΚΡΟΣ - Ο ΚΑΦΕΤΖΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ-Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ΤΙΤΛΟΙ ΑΡΧΗΣ
00:34:09-00:35:20
Δεύτερη ιστορία. Ο μυστικός γάμος. Φωτογραφίες και κινηματογραφικά ντοκουμέντα από τις αγγλικές δυνάμεις κατοχής στην Κύπρο και την αντίσταση του κυπριακού λαού. Βλέπουμε μια επικήρυξη των Άγγλων για τον καταζητούμενο αγωνιστή Γρηγόρη Αυξεντίου. Πάνω στην επικήρυξη Κύπριοι πατριώτες έχουν γράψει τον εθνικό ύμνο και με μεγαλύτερα γράμματα: «Δεν θα τον πιάσετε ποτέ». Τίτλοι αρχής. Βρισκόμαστε στην κατεχόμενη από τους Άγγλους Κύπρο, την Άνοιξη του 1957.
Συμμετέχουν: ΑΓΓΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ - ΚΥΠΡΙΟΙ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ
Η ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ
00:35:21-00:37:29
Σε ένα δημόσιο δρόμο του νησιού, μέσα στα ανθισμένα λιβάδια, μια νεαρή μαθήτρια με ποδιά σταματάει το ποδήλατό της για να μαζέψει μαργαρίτες. Μέσα στην οργιώδη βλάστηση ακούγονται τιτιβίσματα πουλιών. Η μαθήτρια συνεχίζει με το ποδήλατό της προς την πόλη. Σ’ ένα δρόμο γεμάτο εργαστήρια, σταματά και χτυπάει το κουδούνι του ποδηλάτου τρεις φορές. Ένας νεαρός, που δουλεύει με έναν ηλικιωμένο, βγαίνει από το ποδηλατάδικο, κρατώντας έναν κουβά που έχει γραμμένο στον πάτο του τον ίδιο αριθμό με τον αριθμό κυκλοφορίας του ποδηλάτου. Σκύβοντας να φτιάξει την μπροστινή ρόδα, η μαθήτρια βγάζει από το φανάρι του ποδηλάτου ένα μικρό σημείωμα και του το βάζει με τρόπο στην τσέπη του πουκαμίσου. Η μαθήτρια παίρνει το ποδήλατο και φεύγει.
Συμμετέχουν: ΜΙΑ ΜΑΘΗΤΡΙΑ - Ο ΝΕΑΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΔΗΛΑΤΑΔΙΚΟΥ - ΕΝΑΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ - ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ
ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
00:37:30-00:39:28
Ο νέος του ποδηλατάδικου διασχίζει με γρήγορο βήμα μια γειτονιά. Μερικά παιδιά παίζουν μπάλα, μια μαυροφορεμένη μάνα ταΐζει το παιδί της στην πεζούλα. Ο νέος μπαίνει με προφυλάξεις σε μια απόμερη εκκλησία. Κάνει το σταυρό του και ανάβει βιαστικά δύο κεριά. Βγάζει το σημείωμα και το κρύβει σε μια γωνιά της εκκλησίας. Κάποια κοιτάζει από το παράθυρο. Αμέσως, καθώς ο νέος βγαίνει, η μητέρα με το παιδί στην αγκαλιά της μπαίνει στο ναό και πηγαίνει κατευθείαν στο μέρος όπου είναι κρυμμένο το σημείωμα. Το διαβάζει προσεκτικά και το αφήνει να καεί στη φλόγα των κεριών.
Συμμετέχουν: Ο ΝΕΑΡΟΣ - ΜΙΑ ΜΗΤΕΡΑ - ΠΑΙΔΙΑ
Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ
00:39:29-00:41:56
Η μητέρα, χωρίς το παιδί αυτή τη φορά, βαδίζει σ’ ένα από τα δρομάκια της γειτονιάς. Σταματάει κοντά σε μια επίσης μαυροφορεμένη όμορφη κοπέλα, η οποία ασβεστώνει τον τοίχο του σπιτιού της. Είναι η Βασιλική. Ακούμε την αφήγησή της: «Εκείνη την ημέρα ήρθε σπίτι μας μια γειτόνισσα και μου είπε: Έλα αύριο το μεσημέρι να με ανταμώσεις στα κτήματα. Δεν ρώτησα το λόγο, γιατί εκείνο τον καιρό έπρεπε να κάνουμε ό,τι μας έλεγαν χωρίς να ρωτάμε. Χωρίς να πω σε κανέναν τίποτα, ούτε στην ίδια τη μάνα μου, την άλλη μέρα το μεσημέρι πήγα στα κτήματα». Η αφήγηση της Βασιλικής συνεχίζεται, με αναφορά στον συνθηματικό τρόπο που θα επικοινωνούσε μ’ έναν άγνωστο, ο οποίος θα ερχόταν μ’ ένα αυτοκίνητο.
Συμμετέχουν: Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ - Η ΜΗΤΕΡΑ - ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ
00:41:57-00:43:29
Η Βασιλική θυμάται τη γνωριμία τους, όταν δούλευε στα κτήματα, με τον Γρηγόρη, ένα ωραίο παλικάρι που ήταν ανιψιός του αφεντικού. Άρεσαν ο ένας στον άλλο. Ο Γρηγόρης στάθηκε συνεπής και ήρθε να την ζητήσει από τον πατέρα της. Έτσι η Βασιλική και ο Γρηγόρης έδωσαν λόγο.
Συμμετέχουν: Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ - Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ - ΑΓΡΟΤΙΣΣΕΣ
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΜΕ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ
00:43:30-00:46:59
Ένα αυτοκίνητο φθάνει στο απόμερο σπίτι που βρίσκεται στην άκρη του μεγάλου κτήματος. Ο οδηγός τής ζητάει ένα ποτήρι νερό. Όταν του το προσφέρει η Βασιλική, αυτός της λέει: «Στην υγειά του ζείδωρου» (γόνιμος, ζωογόνος. Αλλά και «Ζήδρος», που είναι το επαναστατικό ψευδώνυμο του Γρηγόρη Αυξεντίου). Ακούγοντας τη συνθηματική φράση, η Βασιλική τον ακολουθεί στο αυτοκίνητο. Στη διαδρομή με το αυτοκίνητο, η Βασιλική αν και θέλει να ρωτήσει πού πηγαίνουν, δεν βγάζει λέξη. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής τούς σταματάει ένα μπλόκο Άγγλων στρατιωτών. Ο άντρας ζητάει από τη Βασιλική να ξαπλώσει και να κάνει ότι πονάει. Δίπλα από ένα φλεγόμενο αγγλικό καμιόνι, με δεμένους πάνω του Κύπριους ομήρους, μια ομάδα Άγγλων στρατιωτών ελέγχει το αυτοκίνητο. Μη βρίσκοντας κάτι επιλήψιμο, οι Άγγλοι δίνουν την άδεια στον οδηγό να συνεχίσει. Η Βασιλική (οφ) αναφέρεται στους νεκρούς και από τις δύο πλευρές, στον αρραβωνιαστικό της που καταζητείται.
Συμμετέχουν: Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ - Ο ΟΔΗΓΟΣ - ΑΓΓΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΜΕ ΤΟ ΓΡΗΓΟΡΗ
00:47:00-00:54:16
Το αυτοκίνητο σταματάει σ’ ένα έρημο μοναστήρι που η Βασιλική είχε επισκεφτεί στα μαθητικά της χρόνια. Σε ένα από τα εγκαταλελειμμένα κελιά ένας παπάς που τον φωνάζουν «Δάσκαλο» περιμένει χωρίς κι αυτός να ξέρει το λόγο που τον κάλεσαν. Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο Γρηγόρης, συνοδευόμενος από τρεις ένοπλους αντάρτες. Της ζητάει να τον παντρευτεί και η Βασιλική δέχεται με δάκρυα στα μάτια. Στο πατητήρι, η παπαδιά και η ανιψιά του παπά δανείζουν στη Βασιλική ένα λευκό φόρεμα με μαύρες βούλες. Το μυστήριο τελείται μέσα στο κελί, με αυτοσχέδια στέφανα από κλαδιά ελιάς. Ο παπα-Δάσκαλος δίνει την ευλογία του, ενώ το ρόλο των ψαλτάδων αναλαμβάνουν οι σύντροφοι του Γρηγόρη. Στο μυαλό του Γρηγόρη, τα λόγια από το Ευαγγέλιο εναλλάσσονται με εικόνες από τους αγώνες του και πυροβολισμούς.
Συμμετέχουν: Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ - Ο ΟΔΗΓΟΣ - Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ - Ο ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ - ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ - Η ΠΑΠΑΔΙΑ- Η ΑΝΙΨΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ-ΤΟ ΡΟΛΟΪ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.ΤΙΤΛΟΙ ΑΡΧΗΣ
00:00:53-00:03:31
Πρώτη ιστορία. Το Ρολόι. Ερμούπολις Σύρου, 12 Μαΐου 1943. Ο Ιταλός Διοικητής των δυνάμεων Κατοχής, με τη συνοδεία στρατιωτών και ενός διερμηνέα περιπολεί σε διάφορα σημεία της πόλης, όπου τίποτα δεν μοιάζει να λειτουργεί και κανένας από τους κατοίκους δεν δείχνει διάθεση να εργαστεί. Ανάμεσα στα πλάνα των Ιταλών παρεμβάλλονται οι τίτλοι αρχής της πρώτης ιστορίας. Οι Ιταλοί αρχικά συναντούν τρεις ψαράδες που βγάζουν τη βάρκα τους στην αμμουδιά. Δεν υπάρχει πετρέλαιο για να κινηθεί, από ψάρι στη θάλασσα δεν υπάρχει ούτε λέπι, ενώ από την έλλειψη φαγητού οι ψαράδες δεν έχουν δύναμη ούτε να τραβήξουν κουπί. Οι Ιταλοί θέλουν να δώσουν πετρέλαιο στους ψαράδες, αλλά αυτοί δεν δέχονται. Φοβούνται τις νάρκες. Οι Ιταλοί αναρωτιούνται: Αν κανείς δεν δουλεύει, τι θα γίνει;
Συμμετέχουν: ΙΤΑΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ - ΨΑΡΑΔΕΣ - ΣΥΡΙΑΝΟΙ
ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΜΕ ΤΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΦΕΥΓΟΥΝ ΓΙΑ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
00:54:17-00:55:10
Μετά τη λήξη του μυστηρίου, οι αντάρτες με τη Βασιλική παίρνουν τον ανήφορο προς τις κορυφές των βουνών.
Συμμετέχουν: ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ - Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Η ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΖΕΥΓΑΡΙΟΥ
00:55:11-01:02:35
Σε ένα φτωχικό πλινθόκτιστο δωμάτιο, το νιόπαντρο ζευγάρι τερματίζει το λιτό δείπνο του στα σκοτεινά. Μιλάνε για τον αγώνα κατά των Άγγλων. Ο Γρηγόρης λέει αισιόδοξος πως όλα αυτά μία μέρα θα τελειώσουν. «Έλα να πούμε για εκείνα που δεν τελειώνουν». Μαζεύουν το τραπέζι. Ο Γρηγόρης ξαπλώνει. Η Βασιλική του διηγείται για τα μεροκάματα στο μάζεμα των πορτοκαλιών, για το καινούργιο εργοστάσιο στην Αμμόχωστο με τα μηχανήματα από το Ισραήλ, όπου θα βρουν δουλειά 200-300 γυναίκες, για τα μαλλιά του που μεγάλωσαν και θέλει να του τα περιποιηθεί. Όσο εκείνη μιλάει, κρατώντας του το χέρι, ο Γρηγόρης καταπονημένος από την ολονύχτια πεζοπορία, μοιάζει να έχει γλαρώσει. «Άντε να τελειώσει ο αγώνας και να συμμαζευτείς στο σπίτι... στο σπίτι μας». Πηγαίνοντας να ξαπλώσει πλάι του, μια βόμβα εκρήγνυται μέσα στην ησυχία της νύχτας. Ο Γρηγόρης της λέει να μη φοβάται, γιατί «ο φόβος είναι εχθρός του ανθρώπου». Πίνουν κρασί από το ίδιο ποτήρι. Η Βασιλική βγάζοντας το περιστασιακό «νυφικό» της φόρεμα δεν θέλει να το αφήσει πάνω στα ντουφέκια και στους δυναμίτες. Ο Γρηγόρης, καταλαβαίνοντας το δισταγμό της, απλώνει ιπποτικά το πουκάμισό του στο πάτωμα για να ακουμπήσει πάνω του το φόρεμά της. Ήξερε πως θα χώριζαν πριν ξημερώσει κι η ώρα έτρεχε γρήγορα. Η ζωή ολάκερη έτρεχε ακόμα πιο γρήγορα (πλάνα από έναν αντάρτη που καπνίζει έξω). Το ζευγάρι ξαπλώνει στο κρεβάτι με ερωτική διάθεση. Μετά τα μεσάνυχτα, όταν ο Γρηγόρης αποκοιμιέται, η Βασιλική καθισμένη δίπλα του μοιάζει να τον φυλάει. Κάποια στιγμή τα βλέφαρά της κλείνουν.
Συμμετέχουν: Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ - Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ - ΕΝΑΣ ΑΝΤΑΡΤΗΣ
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ
01:02:36-01:05:58
Στο όνειρό της, ξυπνάει στο ίδιο κρεβάτι το οποίο βρίσκεται μέσα στη θάλασσα. Το λευκό μαξιλάρι στο διπλανό προσκέφαλο είναι αδειανό. Περπατάει στο νερό και αντικρίζει στο ακροθαλάσσι μια μαυροφορεμένη γριά η οποία, ράβοντας, της λέει πως κάποιοι την γυρεύανε. Ένας φαντάρος, που φέρνει στη μορφή του Γρηγόρη, της ζητάει διψασμένος ένα ποτήρι νερό. Μόλις η Βασιλική πάει να του το προσφέρει, παίρνοντάς το πάνω από το νυφικό της, που είναι παρατημένο στην άμμο, αυτός απομακρύνεται μέχρι που χάνεται. Η Βασιλική, κρατώντας το ποτήρι στην άδεια παραλία, παραπατά ανάμεσα σε σκόρπιες στάμνες. Πιο κάτω, στην άμμο είναι ξαπλωμένος και ασάλευτος ο Γρηγόρης. Φέρνοντας τα χέρια στο κεφάλι, η Βασιλική μοιάζει να σπαράζει από τον πόνο.
Συμμετέχουν: Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ - Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ - ΕΝΑΣ ΦΑΝΤΑΡΟΣ - ΜΙΑ ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΜΕΝΗ
Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΦΕΥΓΕΙ
01:05:59-01:07:08
Το όνειρό της διακόπτεται από το κτύπημα ενός αντάρτη στην πόρτα: «Ξημέρωσε». Η Βασιλική με δάκρυα παρακαλεί τον Γρηγόρη να μείνει. Αυτός την καθησυχάζει τρυφερά καθώς ετοιμάζεται να φύγει. Η κοπέλα τον ρωτάει πότε θα τον ξαναδεί και κλαίει με λυγμούς μόνη στο κρεβάτι.
Συμμετέχουν: Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ - Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ - ΕΝΑΣ ΑΝΤΑΡΤΗΣ
ΔΕΝ ΤΟΝ ΞΑΝΑΔΑ ΠΟΤΕ ΠΙΑ
01:07:09-01:07:41
Αφήνοντας το νυχτερινό τους καταφύγιο και ενώ ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά στον ουρανό, η Βασιλική κατεβαίνει την πλαγιά του βουνού, φορώντας το «νυφικό» της φόρεμα: «Έτσι ανταμώσαμε εκείνη την ημέρα, έτσι παντρευτήκαμε, έτσι έφυγε.... Δεν τον ξανάδα ποτέ πια» (αφήγηση oφ). Γυρίζει και κοιτάζει το πλινθόκτιστο σπιτάκι-καταφύγιο στην κορυφή. Τέλος.
Συμμετέχουν: Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΙΤΗ-ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ.ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ΤΙΤΛΟΙ ΑΡΧΗΣ
01:07:42-01:08:43
Τρίτη ιστορία. Οι αντίπαλοι. Τίτλοι αρχής. Κινηματογραφικές σκηνές από μάχες, βομβαρδισμούς, κατεστραμμένες πόλεις και γερμανικές στρατιωτικές παρελάσεις, κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Πάτρα, το φθινόπωρο του 1943, ένα χρόνο πριν από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής.
Συμμετέχουν: ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
01:08:44-01:12:03
Στο αρχοντικό και ευρύχωρο διαμέρισμα ενός επιβλητικού νεοκλασικού κτιρίου, ο φαλακρός μαυραγορίτης μετράει τα χρήματα στην οικοδέσποινα. Αντικείμενα μεγάλης αξίας έχουν αφαιρεθεί σιγά-σιγά από το σπίτι: πίνακες ζωγραφικής, έπιπλα κ.λπ. Τελειώνοντας το μέτρημα, ο μαυραγορίτης βάζει τα υπόλοιπα χρήματα σε ένα βαλιτσάκι και περνάει στο άλλο δωμάτιο για να μαζέψει το χαλί. Στην άλλη άκρη του χαλιού, αγέρωχος και ακλόνητος σαν βράχος, στέκεται ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ο κύριος Τριανταφύλλου. Ο μαυραγορίτης, διπλώνοντας το χαλί, φτάνει μέχρι τα πόδια του οικοδεσπότη και του υπενθυμίζει πως άλλοι πεθαίνουν από την πείνα. Έρχεται η οικοδέσποινα, η οποία με τις παρακλήσεις της, κάμπτει το πείσμα του συζύγου της. Εκείνος, όμως, καθώς αποσύρεται ήρεμα από το χαλί, σαν να του ανεβαίνει ξαφνικά το αίμα στο κεφάλι, φωνάζει στον μαυραγορίτη που σπεύδει να εξαφανιστεί, έχοντας το διπλωμένο χαλί στον ώμο: «Αυτό το χαλί βρισκόταν εδώ μέσα επί ογδόντα χρόνια». Την επόμενη στιγμή, εμφανίζεται στην πόρτα του διαμερίσματος ένας υπάλληλος της Νομαρχίας, ο οποίος τους λέει πως ένας Γερμανός αξιωματικός θα έλθει να εγκατασταθεί σ’ένα από τα δωμάτια, και πως ο Νομάρχης, που βρίσκεται σε δυσμένεια, δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αποτρέψει το γεγονός. Ανένδοτος και διπλά οργισμένος, ο κύριος Τριανταφύλλου δηλώνει πως στο σπίτι του δεν πρόκειται να εγκατασταθεί κανένας Γερμανός, ενώ δέχεται τα συγχαρητήρια του υπαλλήλου της Νομαρχίας.
Συμμετέχουν: ΤΟ ΖΕΥΓΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ - ΕΝΑΣ ΒΑΣΤΑΖΟΣ - ΕΝΑΣ ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗΣ - ΕΝΑΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ
Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
01:12:04-01:13:23
Ένα γερμανικό αυτοκίνητο σταματάει μπροστά στην είσοδο του σπιτιού των Τριαναφύλλου. Ο ξανθός Γερμανός αξιωματικός φτάνει στο διαμέρισμα. Χαιρετά ναζιστικά το ζεύγος των οικοδεσποτών που βρίσκεται στο σαλόνι. Ο κύριος Τριανταφύλλου απαντά: «Ζήτω η Ελλάς!». Ο Γερμανός κάτι λέει στη γλώσσα του. Μάλλον γυρεύει το δωμάτιο. "Άστον να το γυρεύει", απαντά ο οικοδεσπότης στη γυναίκα του. Εκείνη μοιάζει φοβισμένη, χαρακτηρίζει τον άντρα της παράλογο και τελικά συνοδεύει τον αξιωματικό.
Συμμετέχουν: ΤΟ ΖΕΥΓΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ- ΕΝΑΣ ΟΔΗΓΟΣ - ΕΝΑΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ ΚΟΡΟΪΔΕΥΕΙ ΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΟ
01:13:24-01:16:38
Ο Γερμανός αξιωματικός έρχεται με ένα βιβλίο στο σαλόνι όπου βρίσκεται το ζεύγος των ιδιοκτητών. Αφήνοντας το σκάκι που παίζει μόνος του, ο κύριος Τριανταφύλλου καρφώνει το πιο βλοσυρό του βλέμμα στον Γερμανό, ο οποίος προσπαθεί να διαβάσει το βιβλίο του. Ενοχλημένος ο αξιωματικός γυρίζει και κοιτάζει τον Έλληνα,εισπράττοντας ένα πλατύ χαμόγελο από τον δεύτερο, ο οποίος σηκώνεται από τη θέση του. Ο Γερμανός προσφέρει τσιγάρο στην κυρία Τριανταφύλλου, που αρνείται. Ο σύζυγός της επιστρέφει με ένα ακόμα πιο ειρωνικό χαμόγελο κάτω από τη ρεπούμπλικα που έχει κατεβάσει μέχρι τα αυτιά του. Φανερά ενοχλημένος ο Γερμανός αποχωρεί, ενώ το ζευγάρι ξεκαρδίζεται στα γέλια. Ο κύριος Τριανταφύλλου σχολιάζει χαριτολογώντας: «Ανακοινωθέν της Βέρμαχτ. Λόγω του καπέλου του εχθρού, αι γερμανικαί δυνάμεις ηναγκάσθησαν να ανασυνταχθούν. Υποχωρούν σε όλα τα μέτωπα, θα υποχωρήσουν και απ’ εδώ».
Συμμετέχουν: ΤΟ ΖΕΥΓΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ - Ο ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Η ΠΩΛΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΥΘΡΟΝΩΝ
01:16:39-01:17:52
Ο κύριος Τριανταφύλλου, καθισμένος σε μια βαριά ξυλόγλυπτη καρέκλα επισήμων, ακούει με δυσφορία τη φωνή του μαυραγορίτη που μετράει με μισοκακόμοιρο ύφος τα χρήματα στην οικοδέσποινα. Την ώρα που πάει να πάρει την καρέκλα, ο κύριος Τριανταφύλλου σηκώνεται και του λέει με φωνή που πάλλεται από συγκίνηση: «Σε τούτη την πολυθρόνα κάθισε ο Βασιλεύς των Ελλήνων, Γεώργιος ο Α΄». Ο μαυραγορίτης φεύγει. Η σύζυγος πηγαίνει να κοιτάξει το φαγητό. Οι πολύτιμες καρέκλες μεταφέρονται έξω από το σπίτι, στην είσοδο του αρχοντικού.
Συμμετέχουν: ΤΟ ΖΕΥΓΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ - Ο ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗΣ - ΕΝΑΣ ΒΑΣΤΑΖΟΣ
ΤΑ ΛΑΣΤΙΧΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΣΑΝΔΑΛΙΑ
00:03:32-00:06:18
Οι Ιταλοί συνεχίζουν την πορεία τους στα σοκάκια της Σύρου και περνούν μπροστά από κλειστά μαγαζιά και εργαστήρια. Μπαίνουν σε ένα στάβλο, όπου χλιμιντρίζει ένα άλογο. Κοιτούν το ρολόι της εκκλησίας. Μα, τι ώρα είναι, αναρωτιέται στα ιταλικά ο διοικητής. Μετά εντοπίζει έναν πολίτη ο οποίος κόβει τα λάστιχα του αυτοκινήτου του για να φτιάξει σανδάλια, τα οποία θα πουλήσει στα χωριά. Έχει να θρέψει οικογένεια και παιδιά. Το αυτοκίνητο χρειάζεται πετρέλαιο, ανταλλακτικά, λάδια. Όσο για τους επιβάτες, «ή πάνε με τα πόδια, ή τους πάνε τέσσερις». Πώς να δουλέψει άλλωστε ένα αυτοκίνητο χωρίς επιβάτες; Ο διοικητής προσφέρεται να του στείλει άλλα λάστιχα, ώστε να θέσει το αυτοκίνητο σε κυκλοφορία. "Παλιά λάστιχα να μου στείλεις, να τα κάνω παπούτσια", απαντάει ο συριανός. Ο διοικητής αναρωτιέται και πάλι:"Αν όλα σταματάνε, τι θα γίνει;"
Συμμετέχουν: ΙΤΑΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ - Ο ΙΤΑΛΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ - Ο ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ - ΣΥΡΙΑΝΟΙ - ΕΝΑΣ ΣΑΝΔΑΛΟΠΟΙΟΣ
Η ΚΟΝΤΡΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
01:17:53-01:20:47
Η οικοδέσποινα είναι σκυμμένη στο κέντημά της. Οι δύο άντρες, ο κύριος Τριανταφύλλου και ο Γερμανός, κάθονται αντικριστά, κρατώντας από ένα βιβλίο στο χέρι. Μια ιδέα φωτίζει το πρόσωπο του οικοδεσπότη. Σηκώνεται και πηγαίνει στο άλλο δωμάτιο, απ’ όπου επιστρέφει με ένα αποκριάτικο μουστάκι καρφωμένο ψηλά στο μέτωπο, πάνω από τα φρύδια. Έξαλλος ο Γερμανός αξιωματικός, σαν να αντιλαμβάνεται την εις βάρος του φάρσα, σηκώνεται προσβεβλημένος και αποχωρεί. Ο κύριος Τριανταφύλλου σχολιάζει γελώντας: «Δεύτερον ανακοινωθέν της Βέρμαχτ: Λόγω συνδυασμένης δράσεως του εχθρού, ο γερμανικός στρατός απεσύρθη από το σαλόνι. Ο εχθρός απεθρασύνθη όλως δι’ όλου». Την ίδια στιγμή, ο Γερμανός επιστρέφει με δύο αχλάδια, που τα βάζει σαν σκουλαρίκια στα αυτιά του. Κάθεται προκλητικά απέναντι στους οικοδεσπότες, για να δεχθεί όμως την «επίθεση» του Τριανταφύλλου, ο οποίος αντί να του δαγκώσει το αυτί, δαγκώνει το αχλάδι. Ο Γερμανός, φωνάζοντας, τον πιάνει από το πέτο, ενώ οι σειρήνες του συναγερμού και η συσκότιση που ακολουθεί αμέσως, φέρνουν τους τρεις ανθρώπους ακίνητους, να ακουμπούν ο ένας πάνω στον άλλο. Ακούγονται εκρήξεις από βόμβες. Το ζευγάρι και ο Γερμανός έχουν το βλέμμα καρφωμένο ψηλά. Ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει.
Συμμετέχουν: ΤΟ ΖΕΥΓΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ - Ο ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΕΜΨΥΧΩΤΗ
01:20:48-01:26:24
Ο Γερμανός αξιωματικός, ενοχλημένος από τον οικοδεσπότη που δεν λέει να τον αφήσει στην ησυχία του, κάθεται σε δύο καρέκλες τις οποίες φέρνει κοντά στο ηλιόλουστο παράθυρο. Ο Έλληνας δεν τον αφήνει από τα μάτια του. Έχοντας απλώσει αναπαυτικά τα μακριά του πόδια, ο Γερμανός προσπαθεί να απολαύσει το τσιγάρο του. Χτυπάει το κουδούνι. Ο κύριος Τριανταφύλλου ανοίγει την πόρτα σ’ έναν ψηλόλιγνο άντρα, ο οποίος κρατά μια βαλίτσα και δικαιολογείται πως άργησε στο ραντεβού, επειδή έχει ολοένα και περισσότερη δουλειά. Μιλάει για τον πόλεμο και για την τύχη της Ευρώπης. Όταν μπορεί κάποιος να συντρίψει τον εχθρό, γιατί να συνθηκολογήσει με όρους; Ο Χίτλερ, λοιπόν, θα συντριβεί. Καλύτερα να χάνει κάποιος μία μάχη και να κερδίζει αργότερα τον πόλεμο. Ο κύριος Τριανταφύλλου ξεκρεμάει από τον τοίχο ένα χάρτη της Ευρώπης, ενώ ο ψηλόλιγνος επισκέπτης αρχίζει να βγάζει από τη βαλίτσα του μια σειρά από στρατιωτικά παιχνίδια: πολεμικά πλοία, αεροπλανάκια, τανκς. Τα απλώνει πάνω στο χάρτη, αναλύοντας τα σχέδιά του: στρατιωτικές αποβάσεις στη Μεσόγειο και κατάληψη της Βιέννης, της πόλης των μεγάλων καλλιτεχνών. Οι σύμμαχοι θα εξολοθρεύσουν τις δυνάμεις του Άξονος. Ψάλλουν τη Μασσαλιώτιδα. Μέσα από τη φλογερή του ομιλία, ο επισκέπτης εμψυχώνει ολοένα και περισσότερο τον Τριανταφύλλου: «Την άνοιξη βρίσκομαι στο Βερολίνο. Ο πόλεμος έχει τελειώσει ... Επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Σαν δυο παιδιά, που τελειώνοντας το παιχνίδι ξαναγίνονται ενήλικες, επιστρέφουν στη σκληρή πραγματικότητα. Ο κύριος Τριανταφύλλου φέρνει στον «εμψυχωτή» επισκέπτη του σταφίδες και μία μεγάλη πατάτα. Τον στέλνει στο καλό, ανανεώνοντας το ραντεβού τους για την επόμενη μέρα. Ο «εμψυχωτής» έχει αρκετές επισκέψεις να κάνει, αλλά θα φροντίσει να είναι στην ώρα του.
Συμμετέχουν: Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ - Ο " ΕΜΨΥΧΩΤΗΣ" - Ο ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Ο "ΣΚΥΛΟΚΑΥΓΑΣ"
01:26:25-01:28:33
Ο κύριος Τριανταφύλλου, με αναπτερωμένο το ηθικό τώρα, ανοίγει την πόρτα του δωματίου όπου έχει θρονιαστεί ο Γερμανός αξιωματικός, φέρνει μια καρέκλα, κάθεται και τον καρφώνει με ένα βλέμμα που γίνεται όλο και πιο επιθετικό. Ο Γερμανός προσπαθεί να αγνοήσει την πρόκληση του Έλληνα, έως ότου αντιλαμβάνεται ότι ο τελευταίος τον απειλεί, θυμίζοντας σκυλί που αλυχτά και είναι έτοιμο να επιτεθεί. Ο Γερμανός ανταποδίδει την πρόκληση και σε λίγο οι δύο άντρες βρίσκονται με τα τέσσερα στο πάτωμα, γαβγίζοντας και προσπαθώντας να δαγκώσουν ο ένας τον άλλον. Σαν δύο σκυλιά, που δεν μπορούν να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο, οι δύο άντρες κυνηγιούνται γαβγίζοντας, δείχνοντας απειλητικά τα δόντια τους. Ο «σκυλοκαβγάς» τελειώνει καθώς η κυρία Τριανταφύλλου περνάει έντρομη ανάμεσά τους, κατευθυνόμενη προς το μπαλκόνι.
Συμμετέχουν: ΤΟ ΖΕΥΓΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ - Ο ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΕΜΨΥΧΩΤΗ
01:28:34-01:30:08
Στο δρόμο, μπροστά από το διαμέρισμα, μία γερμανική περίπολος έχει συλλάβει τον «εμψυχωτή». Τον βασανίζουν ρίχνοντάς του νερό με τη μάνικα στο πρόσωπο, έτσι που αυτός δεν μπορεί να αναπνεύσει. Ο Τριανταφύλλου αρπάζει τον Γερμανό από το πέτο, φωνάζοντας: «Τα βλέπεις αυτά;» Ο Γερμανός, μην ξέροντας τι να απαντήσει, φτιάχνει τη στολή του και κατεβαίνει αποφασιστικά στο δρόμο. Επιπλήττει τον αρχηγό της περιπόλου, που έχει σταματήσει στο μεταξύ το βασανιστήριο. Γεμίζοντας μια κανάτα, ο κύριος Τριανταφύλλου κατεβαίνει και δίνει στον επισκέπτη του νερό. Ο τελευταίος δέχεται το νερό από τα χέρια του φίλου του, με ιδιαίτερη ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη.
Συμμετέχουν: ΤΟ ΖΕΥΓΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ - Ο ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ - Ο "ΕΜΨΥΧΩΤΗΣ" - ΜΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ
Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ
01:30:09-01:34:10
Ο κύριος Τριαντάφυλλου, ταραγμένος από το περιστατικό, επιστρέφει στο διαμέρισμα και σωριάζεται εξουθενωμένος σε μια καρέκλα στο χολ. Η γυναίκα του τον πληροφορεί ότι ο Γερμανός μαζεύει τα πράγματά του για να φύγει. Ο αξιωματικός κοιτάζεται στον καθρέφτη και σε λίγο ,με δύο βαλίτσες στα χέρια, ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος και προχωρεί αμίλητος. Πίσω του, ο οικοδεσπότης τού απευθύνει όλους τους χαρακτηρισμούς που θα χρησιμοποιούσε ένας τολμηρός πατριώτης: «Έξω άνανδροι, απάνθρωποι, τύραννοι, ληστές! Έξω άρπαγες, κανίβαλοι, λύκοι, ρομπότ, άκαρδοι, τέρατα, εωσφόροι!». Ο Γερμανός με τις βαλίτσες του μπαίνει στο ασανσέρ. Ξωπίσω του, έχοντας εκτονωθεί πια, βγαίνει στο διάδρομο ο Έλληνας, δικαιωμένος από τις εξελίξεις και την τροπή που πήραν τα πράγματα. Προτού ο Γερμανός πατήσει το κουμπί του ασανσέρ, ο Έλληνας έρχεται από την έξω μεριά της συρματόπλεκτης πόρτας του ασανσέρ και κοιτάζει τον αντίπαλό του στα μάτια. Ακούγεται ένα καλοσυνάτο γρύλισμα αποχαιρετισμού, κάτι σαν ευχαριστίες προς τον απρόσκλητο εισβολέα, ο οποίος αποχωρεί με τα απομεινάρια της τσαλακωμένης του περηφάνιας. Ένα ανάλογο γρύλισμα ακούγεται κι από το μέρος του Γερμανού: κάτι μεταξύ συγγνώμης και αποχαιρετισμού. Τα γρυλίσματα συνεχίζονται και από τις δύο μεριές, στον ίδιο τόνο, καθώς το ασανσέρ κατεβαίνει. Ο Έλληνας επιστρέφει σκεπτικός αλλά και ικανοποιημένος. Είναι σαν να αποκαταστάθηκε η ανθρώπινή του υπόσταση, μέσα στο σπίτι του. Κλείνει την πόρτα, ενώ ακούγεται μια Πολωνέζα του Σοπέν.
Συμμετέχουν: ΤΟ ΖΕΥΓΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ - Ο ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΣΟΥΣΤΑ ΑΝΕΥ ΟΝΟΥ
00:06:19-00:09:23
Οι Ιταλοί συνεχίζουν την πορεία τους. Κοιτούν πάλι το μεγάλο ρολόι του νησιού. Πιο κάτω, μια σούστα «πωλείται άνευ όνου». Ο Διοικητής υποθέτει ότι ο γάιδαρος πουλήθηκε για κρέας. Ο απέναντι κρεοπώλης κι ο παραπέρα ταβερνιάρης πιθανόν έχουν συμπράξει στο «έγκλημα». Μόλις αντιλαμβάνονται τους Ιταλούς, οι κάτοικοι σφαλίζουν τα παράθυρά τους. Απογοητευμένος και με πολλές απορίες στο μυαλό του, ο διοικητής κάνει στην άκρη για να περάσει η σιωπηλή πομπή μιας κηδείας. Μια γριά λιβανίζει από το παράθυρό της. Βλέποντας έναν γέρο, καθισμένο στο κατώφλι του σπιτιού του, ο διοικητής προσπαθεί να μοιραστεί μαζί του τα ερωτήματα που τον βασανίζουν: «Άλλος τραβάει τη βάρκα του έξω, άλλος σταματάει αυτοκίνητο, άλλος τρώει γάιδαρο, άλλος πεθαίνει. Άμα όλοι σταματάνε, τότε τι θα γίνει;» Όμως ο παππούς, προς απογοήτευση του Ιταλού, είναι κουφός.
Συμμετέχουν: Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ - Ο ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ - ΕΝΑΣ ΚΟΥΦΟΣ ΓΕΡΟΣ - ΙΤΑΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ - ΣΥΡΙΑΝΟΙ
ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΛΑΔΙ
00:09:24-00:12:37
Απελπισμένος πλέον ο διοικητής, ακολουθούμενος πάντα από την κουστωδία του, περνάει μπροστά από τον μητροπολιτικό ναό. Το μεγάλο ρολόι του καμπαναριού της εκκλησίας είναι σταματημένο. Ο υπαξιωματικός που εκτελεί χρέη διερμηνέα προσπαθεί να βρει τον νεωκόρο. Εις μάτην. Στην εκκλησία δεν υπάρχει ψυχή. Φτάνουν στο δημαρχείο και ο διοικητής διοικητής συναντά τον Δήμαρχο, στα σκαλιά του επιβλητικού κτιρίου της Ερμούπολης. Δεν πρόκειται για σαμποτάζ. Το ρολόι του ναού δεν λειτουργεί γιατί δεν υπάρχει λάδι. Ο Διοικητής υπόσχεται να στείλει αμέσως λάδι, παρά τη γενικότερη έλλειψη, για να λαδώσουν το ρολόι.
Συμμετέχουν: ΙΤΑΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ - Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ - Ο ΔΙΕΡΜΝΗΝΕΑΣ - Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ
ΤΟ ΛΑΔΙ ΠΑΡΑΔΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΔΗΜΑΡΧΟ
00:12:38-00:15:54
Οι Ιταλοί συνεχίζουν την πορεία τους και φτάνουν στο φρουραρχίο. Ο διερμηνέας, για τη μεταφορά του λαδιού, αγγαρεύει έναν κάτοικο, περαστικό απ’ το φρουραρχείο. Στο μπαλκόνι του φρουραρχείου, ο Διοικητής, χαρούμενος που επιτέλους τα πράγματα μπήκαν σε μια τάξη, τραγουδά το «sole mio!» Με τη συνοδεία του υπαξιωματικού, ο συριανός φορτώνεται τη νταμιτζάνα με το λάδι και κατευθύνεται στο σπίτι του Δήμαρχου. Έπειτα, ο μεταφραστής τον διώχνει. Ο Δήμαρχος κατεβαίνει στο δρόμο για να παραλάβει τη νταμιτζάνα με το «δώρο» του Ιταλού διοικητή. Επιτέλους, το ρολόι του μητροπολιτικού ναού θα αρχίσει να λειτουργεί. Χαιρετιούνται αστειευόμενοι με τον Ιταλό υπαξιωματικό, μιμούμενοι τον ήχο της καμπάνας, όταν σημαίνει την ώρα: Ντιν νταν! Ντιν νταν! Το ρολόι θα λειτουργήσει αμέσως. Ο μεταφραστής φεύγει και ο Δήμαρχος μπαίνει στο σπίτι του, αγκαλιά με το λάδι.
Συμμετέχουν: ΙΑΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ - Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ - Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ - ΕΝΑΣ ΣΥΡΙΑΝΟΣ
Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ ΤΟ ΛΑΔΙ ΣΤΟ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ
00:15:55-00:17:33
Ο Δήμαρχος, κρατώντας ένα μεγάλο μπουκάλι τυλιγμένο σε χαρτί, πηγαίνει στο σπίτι του γραμματέα του Δήμου. Το ρολόι θα πρέπει να λειτουργήσει το συντομότερο, αφού το λάδι παραδοθεί αμέσως στον πρόεδρο της ενοριακής επιτροπής. Με ηδυπάθεια χορευτή ταγκό απευθυνόμενου προς τη ντάμα του, ο γραμματέας ξετυλίγει το μπουκάλι με το λάδι.
Συμμετέχουν: Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ - Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ ΤΟ ΛΑΔΙ ΣΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ
00:17:34-00:20:04
Μια τριμελής οικογένεια, αυτή του προέδρου της ενορίας, τρώει γύρω από το τραπέζι. Χτυπάει η πόρτα του σπιτιού τους. Ο γραμματέας, εκτελώντας την εντολή του Δήμαρχου, παραδίδει στον πρόεδρο ένα (μικρότερο από το προηγούμενο) μπουκάλι λάδι. Ο πρόεδρος αρχικά δεν δέχεται να αγγαρευτεί και ο γραμματέας αφήνει το μπουκάλι έξω από την πόρτα. Ένα χέρι βγαίνει και αρπάζει το μπουκάλι. Η γυναίκα του προέδρου θέλει να κρατήσουν το λάδι. Άλλωστε έχουν και μικρό παιδί. Το ζευγάρι τσακώνεται και έρχεται στα χέρια.
Συμμετέχουν: ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ - Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ - Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
O ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ ΤΟ ΛΑΔΙ ΣΤΟ ΡΟΛΟΓΑ
00:20:05-00:21:42
Ο πρόεδρος της ενορίας πηγαίνει με ένα (μικρότερο) μπουκάλι λάδι, τυλιγμένο σε χαρτί, στο εργαστήριο του ρολογά. Ο ρολογάς τον πληροφορεί πως ένας κακόφωνος ψάλτης τού είχε συστήσει να λαδώσει το ρολόι με ξίδι: «Άκου εκεί με ξίδι! Λάδι χρειάζεται!». Ο πρόεδρος του δίνει το λάδι και του λέει πως είναι από τον Ιταλό διοικητή, με την εντολή να το χρησιμοποιήσει για τη λειτουργία του ρολογιού. Ο ρολογάς φαίνεται ενθουσιασμένος. "Έχουν ωραία λάδια στην Ιταλία". Έπειτα τον καθησυχάζει, με πονηρό ύφος, ότι το λάδι είναι αρκετό για τη δουλειά που προορίζεται. Ο πρόεδρος φεύγει και ο ρολογάς δοκιμάζει μια ιδέα λάδι.
Συμμετέχουν: Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ - Ο ΡΟΛΟΓΑΣ
  • Ξένος τίτλος CANON AND THE NIGHTGALE (THE)

Γραφεία

Κινηματογράφος

Member of

europa-cinemas-creative-europe